- φήγινος
- φήγινοςoakenmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φήγινος — ίνη, ον, Α κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ινος (πρβλ. πύξ ινος)] … Dictionary of Greek
φηγίνω — φήγινος oaken masc/neut nom/voc/acc dual φήγινος oaken masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηγίνων — φήγινος oaken fem gen pl φήγινος oaken masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήγινον — φήγινος oaken masc acc sg φήγινος oaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηγινέην — φήγινος oaken fem acc sg (epic ionic) φηγινέος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηγίνοιν — φήγινος oaken masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηγίνοις — φήγινος oaken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηγίνους — φήγινος oaken masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήγινοι — φήγινος oaken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek